Το πέρασμα του από την ομάδα μας και τη μεταγραφή του στον ΟΣΦΠ, θυμήθηκε μεταξύ άλλων ο Σίνισα Γκόγκιτς, σε δηλώσεις του στη ραδιοφωνική συχνότητα του Active.
«Όταν πήγα στην Ανόρθωση ο Κίκης Κωνσταντίνου είχε πάρει πολύ καλούς Κύπριους παίκτες, είχε δώσει πάρα πολλά λεφτά. Πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος έδωσε πολλά ώστε το κυπριακό ποδόσφαιρο να γίνει επαγγελματικό. Να σκεφτείτε στον ΑΠΟΕΛ κάναμε προπονήσεις στις 6 το πρωί, γιατί πολλοί παίκτες πήγαιναν στη δουλειά τους μετά. Στην Ανόρθωση γινόταν επαγγελματική δουλειά, είχαμε και καλές και κακές στιγμές. Τον πρώτο χρόνο ήμασταν πάρα πολύ δυνατοί και στο τέλος χάσαμε τον τίτλο στο τελευταίο παιχνίδι. Είχαμε κερδίσει την ΕΠΑ και στο Τσίρειο έπαιζαν ακόμη 10 λεπτά. Εμείς πανηγυρίζαμε όταν μάθαμε ότι έβαλε γκολ η Ομόνοια, ο κόσμος νόμιζε ότι ήμασταν πρωταθλητές».
Πως προέκυψε η μετεγγραφή στον Ολυμπιακό και για την αμφισβήτηση προς το πρόσωπό του λόγω ηλικίας:
«Πρώτα μίλησε κάποιος με τη γυναίκα μου και την ρώτησε πότε λήγει το συμβόλαιό μου. Μετά, ένα βράδυ με πήρε τηλέφωνο ο Μπάγεβιτς και με ρώτησε αν θέλω να πάω στον Ολυμπιακό. Θυμάμαι ήταν Παρασκευή, ήταν τελευταίες ημέρες της μετεγγραφικής περιόδου. Παίζαμε με τον Άρη το Σάββατο, αν θυμάμαι καλά, ήρθαμε ισοπαλία 2-2 και φώναζε ο κόσμος στη διοίκηση που με έδωσε. Εγώ ήμουν ήδη στα αποδυτήρια και άλλαζα για να παίξω σε αυτό το παιχνίδι, όμως χτύπησε η πόρτα των αποδυτηρίων, ήταν ο Κίκης Κωνσταντίνου και μου είπε “Γκόγκα, συμφωνήσαμε να φύγεις μετεγγραφή, φόρεσε τα ρούχα σου”. Η Ανόρθωση είχε πάρει πολλά λεφτά τότε για μένα και για την ηλικία μου. Ήταν μεγάλη μεταγραφή για την Ανόρθωση. Εγώ πήγα στην Ελλάδα σαν Κύπριος και αυτό με βοήθησε πολύ. Εγώ έμαθα ότι τις πρώτες καλές κουβέντες για εμένα στον Μπάγεβιτς τις είχε πει ο Νινιάδης. Έγινε πως έγινε αυτή η μετεγγραφή, λόγω ηλικίας δεν πιστεύανε πολύ σε εμένα… Με αμφισβήτησαν πολύ και σαν να μην έφτανε αυτό, δε με ήθελε ούτε η μπάλα στα πρώτα παιχνίδια, έχασα κλασικότατες ευκαιρίες. Τράβηξε πολύ μέχρι να σκοράρω, όμως μέχρι να πετύχω κάποιο γκολ είχα δώσει 11 ασίστ αλλά αυτό δεν το έβλεπε κανείς».