Ένας απλός Έλληνας στρατιώτης, τα έβαλε με ολόκληρο στρατό και ξεκλήρισε έναν ουλαμό αρμάτων μάχης και ένα τμήμα του τουρκικού πεζικού. Βρέθηκε με ελάχιστα πολεμοφόδια μέσα σε έναν απίστευτο καταιγισμό πυρών. Ήξερε καλά πως κανένα βλήμα δεν έπρεπε να πάει χαμένο. Δεν είχε δικαίωμα να αστοχήσει. Και τα κατάφερε! Κατέστρεψε εχθρικά τανκς, γκρέμισε, πυρπόλησε. Ο Μανώλης Μπικάκης είναι το παλικάρι που 20 χρονών τα έβαλε μόνος του με ολόκληρο τον Αττίλα! Διέλυσε έξι τανκς μέσα σε λίγα λεπτά, σε μια κρίσιμη στιγμή της Κυπριακής ιστορίας, λίγο πριν την ανακωχή…Τα παιδικά του χρόνια
Ήταν μόλις 11 χρονών όταν έφυγε πικραμένος και απελπισμένος από το χωριό του! Ένα παιδικό παιγνίδι ήταν αιτία. Ο Μανώλης και τα δυο ξαδελφάκια του, περιεργάζονταν ένα όπλο. Το βρήκαν στα βουνά, στη μάντρα της οικογένειας. Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Το παιδί που βρέθηκε απέναντι από την κάνη, διαλύθηκε κυριολεκτικά. Το όπλο ήταν στα χέρια του Μανώλη… Πώς μπορεί να σκεφτεί ένα 11χρονο παιδί ότι η ουσιαστική ευθύνη ανήκε όχι στα παιδιά, ανήκε σε άλλους, ίσως σε ένα κακό παιγνίδι της τύχης; Από τη στεναχώρια του αρρωσταίνει. Νιώθει σαν χαμένος σε έναν κόσμο που δεν μπορούσε να του παράσχει ουσιαστική στήριξη. Φεύγει λοιπόν και πηγαίνει στον αδελφό του πατέρα του στους Στόλους (χωριό της Μεσαράς) όπου εκεί θα βγάλει και το Δημοτικό. Πήγαινε όταν δεν ήταν άρρωστος, δηλαδή αραιά και που..
Φεύγει ξανά και πηγαίνει σε άλλον συγγενή, στον Άγιο Θωμά. Ζωή χωρίς λύτρωση για ένα παιδί που δεν υπήρξε ουσιαστικός θύτης αλλά άτυχο θύμα μιας κακιάς στιγμής. Έτσι κυλούν οι μήνες και το παιδί μεγαλώνει χωρίς τη μητρική στοργή… (Πήγαινε η μητέρα του να τον δει και όταν έφευγε την ακολουθούσε 2-3 χλμ μακριά από το σπίτι! Δεν έιχε χορτάσει την αγκαλιά της…). Στο χωριό του δεν ξαναγύρισε, δεν πήγε ούτε στον γάμο της αδελφής του! Όλα του θύμιζαν εκείνη τη φρικτή κατάληξη του παιγνιδιού…
Κύπρος 1974
Μια μέρα μετά τη μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, Αύγουστος μήνας. Ο Μανώλης Μπικάκης είναι μόλις 20 χρονών (γεννηθείς το 1954), παλικάρι γεροδεμένο. Υπηρετούσε στις Ειδικές Δυνάμεις, ήταν ένας από τους καταδρομείς εκείνους που είχαν μεταφερθεί από τα Χανιά στην Κύπρο για να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς του Αττίλα. Κανείς δεν ήξερε πού θα πήγαιναν όταν επιβιβάστηκαν στο αεροπλάνο. Τους είπαν απλά ότι επρόκειτο να πάνε στη Ρόδο. Στην Κρήτη η οικογένειά του δεν ήξερε τίποτα. Όταν άκουσαν για αλεξιπτωτιστές που έφυγαν από τα Χανιά, οι συγγενείς του πάγωσαν. Ήξεραν ότι ο Μανώλης θα ήταν ένας απ’ αυτούς. Έπαιρναν τηλέφωνο στην μονάδα του αλλά δεν απαντούσε κανένας! Μετά από πέντε-έξι ημέρες έμαθαν πως είναι καλά, χωρίς να μπορέσουν να μιλήσουν μαζί του. Όσο περνούσαν οι μέρες η αγωνία τους μεγάλωνε καθ ότι δεν ήξεραν εάν ήταν νεκρός, ζωντανός ή αγνοούμενος…
Εκείνη τη μέρα του Αυγούστου, ο Μανώλης βρέθηκε στην Λευκωσία, κοντά στην Σχολή Γρηγορίου, σε θέση άμυνας. Από την προηγούμενη μέρα είχε αρχίσει το δεύτερο μέρος της τραγωδίας. Η επέλαση των εισβολέων η προσπάθεια κατάληψης της Αμμοχώστου, ο εγκλωβισμός των χωριών προς την περιοχή της Καρπασίας. Οι μάχες γύρω από τη Λευκωσία είναι σκληρές. Οι Τούρκοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων εδαφών, να στραγγαλίσουν την Πρωτεύουσα, να την αποκλείσουν από μεγάλα τμήματα της ενδοχώρας. Σήμερα, με τη γνώση των γεγονότων που ακολούθησαν, μπορούμε να κατανοήσομε τους λόγους. Το ίδιο βράδυ επρόκειτο να υπογραφεί ανακωχή…Ο Μανώλης βρέθηκε με ένα συνάδελφό του στη γραμμή του πυρός. Είχε διασπαστεί η μοίρα και είχαν απλωθεί οι άνδρες για να αποκρούσουν καλύτερα τις εχθρικές επιθέσεις. Μέσα στη βροχή από σφαίρες, στις συνεχείς εκρήξεις και στα πυρά του εχθρού, οι δυο σύντροφοι χάνονται μεταξύ τους. Οι λόγοι είναι άγνωστοι, αλλά κατανοητοί. Λίγο να μετακινήθηκαν προς αντίθετες κατευθύνσεις, λίγο να άλλαξαν θέσεις…
Οι Τούρκοι είχαν την αεροπορική υπεροπλία. Μαχητικά και βομβαρδιστικά πετούσαν διαρκώς προς κάθε ζώνη. Το εικοσάχρονο παλικάρι από την Κρήτη έχει ένα αντιαρματικό όπλο ΠΑΟ στον ώμο του και μόλις οκτώ βλήματα στη διάθεσή του. Ο άλλος στρατιώτης, Μπινιχάκης το όνομά του, είχε χαθεί. Τον φώναξε μερικές φορές ο Μανώλης αλλά απόκριση δεν πήρε. Ήταν, άλλωστε, πολύ δύσκολο να ακούσει κανείς ανθρώπινη φωνή μέσα σε ήχους εκκωφαντικούς και πυροβολισμούς. Αψήφησε τον καταιγισμό και άρχισε να ψάχνει για το άψυχο κουφάρι του συμπολεμιστή του, αλλά δεν έβρισκε τίποτα. Ωστόσο, ένας ουλαμός αρμάτων προχωρούσε προς το μέρος του. Βρίσκονταν μόλις 300 μέτρα μακριά. Ήταν ζήτημα χρόνου να χαθεί κι ο ίδιος!
Προσπάθησε να κρυφτεί. Πέρασαν κάμποσες μέρες, τέσσερις ή πέντε, και οι άλλοι στρατιώτες, οι σύντροφοί του, νόμιζαν πως ήταν σκοτωμένος. Ο Μανώλης ήξερε να επιβιώνει σε πολύ αντίξοες συνθήκες, άλλωστε ήταν τέτοια η εκπαίδευσή του. Πολλές φορές δεν είχε βάλει τίποτε στο στόμα του, ούτε φαγητό, ούτε νερό… Χωρίς νερό, λοιπόν και ήταν Αύγουστος μήνας, στο θερμό κλίμα της Κύπρου. Όταν η περιπέτειά του έφτασε στο τέλος της, ο μικρός ήρωας ήταν εξαντλημένος… Μόλις είδε τους συντρόφους του, το μόνο που ζήτησε ήταν φαΐ και νερό!
Η περιοχή στην οποία πολέμησε ο Μπικάκης υπήρξε κρίσιμη για την τελική έκβαση της εισβολής. Σήμερα καλύπτεται από τη «νεκρή ζώνη». Η σκόνη του χρόνου καλύπτει τα βήματα των ανθρώπων,μια περιοχή χωρίς ζωή. Και του Μανώλη τα βήματα από τη σκόνη του χρόνου καλύπτονται. Οι συμπολεμιστές και οι συγγενείς του λένε με καμάρι ότι με τα χέρια, το μάτι, το μυαλό και την παλικαριά του σταμάτησε την τουρκική επέλαση. Αυτός ο ένας! Η αλήθεια είναι ότι δόθηκαν στην περιοχή του Αγίου Δομετίου σκληρές μάχες ανάμεσα στην ΕΛΔΥΚ και τους εισβολείς. Ακολούθησαν οδομαχίες σκληρές και άγριες. Μια από τις πιο σημαντικές άμυνες ήταν αυτή του Μανώλη. Αν κατάφερναν να περνούσαν οι Τούρκοι εκείνη την μέρα θα ήταν αλλιώς η Κύπρος σήμερα. Η Πρωτεύουσα, η Λευκωσία, θα ήταν κλεισμένη ασφυκτικά.Ο κυκλικός κόμβος Κολοκασίδη που βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, στο προάστειο Άγιος Δομέτιος, οδηγούσε στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, αυτό το αεροδρόμιο που από τότε παραμένει φάντασμα. Νεκρό κι εκείνο. Όπως και η «Σχολή Γρηγορίου», ένα εκπαιδευτήριο που από τότε παραμένει με τα σημάδια των εκρήξεων και των βολίδων μέσα στη νεκρή ζώνη. Το τάγμα του πεζικού που είχε ξεπαστρέψει ο Μπικάκης είχε καταφύγει στη σχολή. Το ισόγειο και έναν από τους ορόφους της είχε σημαδέψει με τις δυο τελευταίες βολίδες του ο Κρητικός. Ποταμοί αίματος, κραυγές και δάκρυα στοίχειωσαν σε ένα κτήριο που είχε ως προορισμό του την παιδεία…
Επιστροφή στην Ελλάδα
Υ.Γ: H ιστορία του Μανώλη Μπικάκη αλλά και η φράση στο τέλος «Κανένας ποιητής δεν αφιέρωσε λίγη απ τη σοφία του για κάποιες αράδες από λέξεις…έστω για ένα τραγούδι»συγκίνησε ιδιαίτερα τον συμπατριώτη του ποιητή Γιώργο Βολουδάκη που ένοιωσε υποχρεωμένος να γράψει κάτι για τον μεγάλο αυτόν ήρωα. Προτίμησε να γράψει ένα Κρητικό τραγούδι που ταιριάζει στην λεβεντιά και την αντρειωσύνη του.
Του νέου Ακρίτα το αντάμωμα
Ριζίτικο ή
Ανωγιανό, σούστα ή πεντοζάλι
εγώ ποτέ δεν έγραψα ούτε θα γράψω πάλι
Μά για τον ήρωα τούτονε
της Κρήτης το περβόλι
τον θρύλο των καταδρομών που λέγανε Μανώλη
θα γράψω ώς τον ουρανό σαν δάκρυ ένα στιχάκι
να μάθει ο Ελληνισμός Μανώλη τον Μπικάκη.
Μόνος στη Κύπρο τάβαλε
έξω απ΄τη Λευκωσία
με ένα τάγμα τουρκικό!!! Ακούστε αυτοθυσία!
Έξι άρματα
κατέστρεψε με το αντιαρματικό του
του χάρου έστειλε πολλούς τούρκους στο μερτικό του.
Τέσσερις μέρες
ύστερις χωρίς να σταματήσει
πολέμαε θεονήστικος, οι τούρκοι είχαν σαστίσει…
Για όλα αυτά, δεν
έλαβε ανταμοιβή καμμία
ούτε ανδρείας παράσημο, ούτε εύφημο
μνεία
Απ΄την πατρίδα
του ποτέ δεν πήρε ούτε ένα χάδι
και με την πίκρα αυτή έφυγε μια μέρα για τον άδη.
Όμως για μας τους Έλληνες είναι αντρειωμένος
Ένας ακόμη Διγενής Ακρίτας καμμωμένος
από ουρανό και πέλαγο, από όνειρο κι αγάπη
Και της Ελλάδας η
καρδιά χρυσά “Μπικάκης” γράφει…
Γ. Βολουδάκης




