Ο Γρηγόρης της Αντωνούς που τον γέννησε και του Πιερή που τον ανάγιωσε. Ο Ζήδρος της Χρυσταλλούς που τον χάρηκε παιδί. Ο Ρήγας του δημοτικού της Λύσης και του Γυμνασίου της Αμμοχώστου. Ο πεισματάρης ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού. Ο Ανταίος της Ανόρθωσης της Αμμοχώστου. Ο νιος που δεν έφτασε να χαρεί τον έρωτά του με τη Βασιλική. Ο λεβέντης Άρης, που πήρε μαζί του ο στρατηγός Γρίβας εκείνο το βράδυ του Γενάρη και τον όρισε μπροστάρη των Αμμοχωστιανών στη μάχη κατά των Εγγλέζων, στον πόλεμο για τη Λευτεριά και την Ένωση!
Το όνομά του, σύμβολο αγώνα και αντίστασης για τον Κυπριακό Ελληνισμό. Φόβος και τρόμος για τον Άγγλο δυνάστη, τον εχθρό που ξεφτίλισε μαζί με τα παλικάρια του στον σταθμό του Λευκονοίκου, «υποδεχόμενος» τον Χάρτινγκ…
Η ανδρεία αξεπέραστη, το θάρρος απερίγραπτο, ο πολεμικός νους σπινθηροβόλος, μα πάνω απ’ όλα, η ψυχή και το πνεύμα. Το αρχαιοελληνικό πνεύμα του ανυπόταχτου αγριμιού στα βουνά του Πενταδακτύλου και του Τροόδους. Η ψυχή που δεν φυλακίζεται, που δεν κιοτεύει, δεν συμβιβάζεται ούτε καν με τον θάνατο. Λαχταρά να Λευτερωθεί, μα πιο πολύ, να δείξει πως Λευτερώνουν…
Νιόβρης του ’55, κι ο Διγενής εμπιστεύεται στον Γρηγόρη το νευραλγικό Τομέα της Πιτσιλιάς. Ο Αυξεντίου, δεν θ’ αργήσει να δικαιώσει τη σοφία του Αρχηγού. Λίγες μόνο μέρες μετά, στις 11 του Δεκέμβρη, από τα Σπήλια όπου έδρευε, μ’ ένα πολεμικό τέχνασμα που θα ζήλευαν οι σπουδαιότεροι των στρατηγών, αποδεικνύεται άξιος απόγονος του Μιλτιάδη του Μαραθώνα και του Θεμιστοκλή της Σαλαμίνας. Όταν η τύχη του Αγώνα κρινόταν από μια λεπτή κλωστή, όταν οι φάλαγγες των Βρετανών κύκλωναν το Αρχηγείο, ο Γρηγόρης ήταν εκεί!
Πυροβολώντας και προς τις δυο κατευθύνσεις, άφησε τους αποικιοκράτες να αλληλοσκοτώνονται την ώρα που τόσο αυτός, όσο και ο Γρίβας με τους αγωνιστές του, διολίσθαιναν και ξέφευγαν από τον κλοιό. Ήταν το σημείο καμπής του Αγώνα. Ήταν η μέρα που όλοι πίστεψαν πως ο Θεός, ο Έλληνας Θεός, θέλει την Κύπρο ελεύθερη!
Μα όπου υπάρχει ο Θεός, υπάρχει και ο Διάβολος. Όπου υπάρχει το καλό, υποβόσκει και το κακό. Εκεί που ο Γρηγόρης φύλαγε τις Θερμοπύλες σαν άλλος Λεωνίδας, εκεί που έδινε τις μάχες και κατατρόπωνε το Χάροντα, ήρθε ο Εφιάλτης. Το άτιμο μάτι της προδοσίας εστίασε τον Υπαρχηγό του Αγώνα στα βουνά του Μαχαιρά, λίγο έξω απ’ το μοναστήρι. Όρισε την πλαγιά του κρησφυγέτου του, σαν το μαρμαρένιο αλώνι, όπου θα αντιπάλευε το Θάνατο…
Ήταν δεν ήταν έξι το πρωί, όταν οι κατοχικές δυνάμεις έστηναν τον κλοιό τους γύρω απ’ αυτό που θα γινόταν σε λίγο η κολυμπήθρα του Ελληνισμού. Δεν υπήρχε πια επιστροφή, το πρωτοπαλίκαρο της Λύσης δεν μπορούσε να ξεφύγει. Μα δεν χρειαζόταν άλλωστε… Για δυο χρόνια, έδειχνε στ’ αδέρφια του πως να μάχονται και πως να πολεμούν… Τώρα, σίμωσε η ώρα να τους δείξει και πως να πεθαίνουν!
«Γρηγόρη, έβγα έξω» κραύγαζαν οι δειλοί αξιωματικοί. Μα ο Γρηγόρης δεν άκουγε. Δεν βρισκόταν στη σπηλιά. Συναγελαζόταν ήδη με τον Διάκο και τον Κολοκοτρώνη. Χαιρετούσε ένα-ένα τους τριακόσιους του Λεωνίδα. Γνώριζε επιτέλους από κοντά τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, αυτόν που τον μεταλάμβανε για τελευταία φορά απ’ το ιερό δισκοπότηρο του Ελληνισμού, ώστε εξαγνισμένος να δώσει την βροντερή του απάντηση: «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ»!
Ο Ανδρέας Στυλιανού, ο Αυγουστής Ευσταθίου, ο Αντώνης Παπαδόπουλος και ο Φειδίας Συμεωνίδης διατάζονται να εγκαταλείψουν το κρησφύγετο. Αυτή ήταν μια μάχη που ο Αίας της Μεσαριάς θα έδινε μόνος του. Ήταν άδικο για τον Χάροντα μόνο και μόνο που ’χε να αντιμετωπίσει το Σταυραετό του Μαχαιρά. Έφερε σφαίρες και πολυβόλα, έφερε βόμβες και χειροβομβίδες, τον φοβέρισε, τον παρακάλεσε, τον δελέασε, μα ο Άρης δεν έπαιρνε απ’ αυτά. Είδε κι απόειδε ο Χάροντας, και επιστράτευσε ελικόπτερο και βενζίνη. Έβαλε φωτιά, μα μόνο αφού παραδέχτηκε την ήττα του…
Καίγονται οι ψυχές Γρηγόρη; Μπορεί κανείς να κάψει τον αρχάγγελο του Ελληνισμού; “Το νυν αντά να τρώει τη γη, τρώει τη γη θαρκέται, μα πάντα τζείνον τρώεται τζιαι τζείνον καταλιέται”. Η μεγαλύτερη ήττα του αποικιοκράτη ήταν στις 3 του Μάρτη το 1957. Η θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου, του φτωχόπαιδου 29 χρονών, οδηγού ταξί το επάγγελμα, έγειρε τη πλάστιγγα της νίκης στον Ελληνισμό. Η μορφή του Γρηγόρη έγινε θρύλος, ανέβηκε στο πάνθεο των ηρώων, εκεί που δεν μπορεί ούτε να πληγεί, ούτε να φυλακιστεί. Φωταγώγησε με τη θυσία του ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Έσπειρε τον καρπό της Λευτεριάς στις γόνιμες Κυπριακές ψυχές. Έδωσε τη λάμψη στον χιλιοτραγουδισμένο ήλιο της Δικαιοσύνης. Έκανε παρανάλωμα του πυρός την ηττοπάθεια και το ραγιαδισμό, φέρνοντας στη θέση τους το Θεόσταλτο άστρο της Ρωμιοσύνης. Ενέπνευσε το μαρτυρικό Ελληνισμό της Κύπρου για να πετύχει το ακατόρθωτο.
Άφησε όμως και παρακαταθήκη. Η ασύλληπτη θυσία του, διαχρονική, φωτοβολούσα, θα υπάρχει όσο αναπνέει ο Ελληνισμός. Θα διδάσκεται όσο υφίσταται ανθρωπότητα, θα παραμένει σύμβολο ιερό, όσο υπάρχουν σκλάβοι. Όσο οι σκλάβοι λαχταρούν να γίνουν Λεύτεροι. Όσο οι σκλάβοι διψούν να γίνουν Έλληνες… Οι χοντρές κοκάλες του Γρηγόρη, αυτές που αναγνώρισε με αρχοντιά ο Πιερής, θα είναι παντοτινοί φωτοδότες. Από τα φυλακισμένα μνήματα όπου ευωδιάζουν την Άγια τούτη γη με το άρωμα της Ελευθερίας, θα δείχνουν τη στράτα προς τη Μόρφου, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο…