Επιστολή στο Anorthosis24 – Οι επιστολές που δημοσιεύονται αντιπροσωπεύουν τις προσωπικές απόψεις των συγγραφέων τους και όχι κατ’ ανάγκην του Anorthosis24. Στείλτε μας κι εσείς τη δική σας επιστολή, στο [email protected].
Μια φορά και ένα καιρό, ένας Αετός πέταγε ψηλά στον καθάριο ουρανό. Αν και του άρεσε η αίσθηση της ελευθερίας που του έδινε το πέταγμά του, κουράστηκε από τις πολλές ώρες που βρισκόταν στον αέρα και είπε να ξεκουραστεί στην κορυφή ενός κακοτράχαλου βουνού. Έκανε λοιπόν μία έτσι με τα φτερά του και προσγειώθηκε επάνω στο ψηλότερο σημείο.
Αγναντεύοντας τον κόσμο από ψηλά, ένοιωσε ιδιαίτερος, μοναδικός. Κοίταξε γύρω. Το μάτι του έπεσε σε ένα μικρό σκουλήκι που ασθμαίνοντας προσπαθούσε να ανέβει και αυτό στην κορυφή του βουνού.
Κάπου το λυπήθηκε και είπε να το βοηθήσει. Όμως η αποκρουστική του εμφάνιση τον έκανε να σκεφτεί δεύτερη φορά το εγχείρημα. Κάποια στιγμή, το σκουλήκι κατάφερε να φτάσει στην κορυφή. Ο Αετός εντυπωσιάστηκε από την επιμονή του σκουληκιού. Δεν άντεξε και του μίλησε.
– Τα κατάφερες τελικά σκουλήκι. Σε παρακολουθούσα όση ώρα ξαπόσταινα εδώ στην κορυφή.
– Ναι Αετέ μου. Εσύ, μπορείς και πετάς και πας οπουδήποτε. Εγώ, μόνο γλύφοντας, έρποντας και με τα κέρατά μου μπορώ να φτάσω εκεί που εσύ βρίσκεσαι.
– Και δεν σε κουράζει αυτό;
– Έχω μάθει πια Αετέ μου.
– Ξέρεις, θα μπορούσα να σε κάνω μία χαψιά χωρίς να το πάρεις είδηση.
– Δεν αντιλέγω. Θα μπορούσες. Όμως, τι να με κάνεις εμένα. Ένα γλοιώδες σκουλήκι είμαι. Τίποτα παραπάνω. Το πολύ-πολύ να ένιωθες αηδία με την γεύση μου. Εσύ, είσαι συνηθισμένος σε άλλα γεύματα.
Αν γινόταν κάποιος παραλληλισμός των πρωταγωνιστών της ιστορίας με πραγματικά πρόσωπα και καταστάσεις μαντέψτε ποιοι ταυτίζονται με τον αετό και ποιοι με το σαλιγκάρι. Το αφήνουμε στη κρίση σας.. Δυστυχώς ή ευτυχώς σε αυτό που ονομάζουμε κυπριακό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου άλλοι προτιμούν να κατακτούν την κορυφή περήφανα με την μαγκιά και την λεβεντιά τους όπως προστάζει η ιστορία τους σαν πραγματικοί αετοί και άλλοι όπως και αυτούς προστάζει και τους υπαγορεύει η ιστορία τους έρποντας και γλύφοντας.
Μάριος Κοσιάρης