2 και πόψε λαστιχάρισσες μου! Επωρώσετε μας καλά καλά, εκόντεψεν τωρά η μέρα να γευτείτε τους γλυκούς καρπούς τούντης πώρωσης. Εμείς στο βόρειο πέταλο, εσείς στο φλώρειο ρε φλώροι! Παιδιά της μαμάς και της γιαγιάς. Επιβεβαιώσετε μας το πανηγυρικά τούντες μέρες. Όπως τις κακομαθημένες που κάμνετε, που τις πιάνουν τις κούκλες τους και παν στην μάμα και λαλούν της «Μάμα πε της, μάμα δέρτην!» Όι όπως! Λάθος μου, έτσι ακριβώς!
Που λέτε, 1300 δικοί μας, στον κόσμο τους, χαμένοι στο μπλε, απέναντι στις 15 χιλιάδες δικές σας! Γουστάρουμε! Έχει κάτι νύχτες να κοιμηθούμε, έτσι για να παρανοήσουμε παραπάνω. Τις νύχτες, μετά που φέφκετε που τα «υψηλού κόσμου» club σας, ενώ προηγουμένως επίετε να πιείτε τον Φρέντο σας, και πάτε σπίτι σας να κοιμηθείτε στα μεταξωτά σας τα σεντόνια (σ.σ έρχεται η μάμα σας κάθε δέκα λεπτά να κοιτάξει άμπα και εκρύωσε το μωρό), εμείς παρανοούμε ακόμη παραπάνω για το παιγνίδι. Λεπτό με λεπτό. Ώρα με ώρα. Μέρα με μέρα. Άτε να έρτει το Σάββατο να σας τελειώσουμε! Κάποιος να μου μετρήσεις τις ώρες που εμείναν, και στα μαθηματικά ως το 9 είχα.
Όπως και να έχει, το ότι ετοιμαζόμαστε και παρανοούμε είπαμεν σας το. Το τι θα σας κάμουμε, τούτο αφήνουμεν το για να μεν χαλάσει η έκπληξη!