Από τη Φάλαγγα στη Λεγεώνα των Ξένων

Όχι αγαπητοί φίλοι, δεν θα ασχοληθώ με το μεταναστευτικό. Για αυτό ας ασχοληθούν οι φωτεινοί παντογνώστες της πολιτικής ζωής μας. Εμάς ο δικός μας κόσμος είναι γεμάτος χρώματα, φωνές και τραγούδια. Τουλάχιστον τα σαββατοκύριακα! Οπότε το θέμα που θα θίξουμε στο σημερινό μας άρθρο είναι οι ξένοι ποδοσφαιριστές στο Κυπριακό πρωτάθλημα και η προσφορά τους σε σχέση με τους Κύπριους συναδέλφους του.

Θεωρώ τον εαυτό μου, σε ότι αφορά το ποδόσφαιρο τουλάχιστον, ρομαντικό. Ακόμα στο μυαλό μου γυρίζουν οι εικόνες της Ανόρθωσης του 1995 και οι πανηγυρισμοί των ποδοσφαιριστών μας που με δάκρυα στα μάτια αφιέρωναν το πρώτο μας πρωτάθλημα στη προσφυγιά στην αγαπημένη μας Αμμόχωστο, στους Αμμοχωστιανούς αλλά και όλους τους πρόσφυγες. Οι εικόνες αυτές πλαισιώνονται πάντα από το τραγούδι-ύμνο «Χώμα που περπάτησα». Πιέζοντας τις αναμνήσεις από το 1995 φέρνω στο μυαλό μου τις εικόνες του 2012 με την ομάδα μας να αποτελείται κυρίως από ποδοσφαιριστές που όχι απλά δεν έχουν καμία σχέση με την Αμμόχωστο, αλλά ούτε και με την Κύπρο αφού πλέον η πλειοψηφία του δυναμικού της ομάδας μας αποτελείται από ξένους ποδοσφαιριστές. Μια ποδοσφαιρική ομάδα αποτελούμενη από ποδοσφαιριστές επαγγελματίες από χώρες μακρινές όπως η Κολομβία, η Βραζιλία, η Γαλλία και η Τσεχία. Χωράει σε όλα αυτά ο Βαρωσιώτικος συναισθηματισμός; Θα ήταν καλύτερα να είχαμε ένα ρόστερ αποτελούμενο στην πλειοψηφία του από Κύπριους ή έστω Ελλαδίτες;

Η αρχική μου σκέψη ήταν να κακίσω την ξενομανία και τη τάση που δείχνουν τα Κυπριακά σωματεία να ξοδεύουν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο για να αποκτήσουν ποδοσφαιριστές που το όνομα τους τελειώνει σε –οβιτς και -ιλωφ. Παρόλα αυτά ορισμένες περιστάσεις αλλά και οι πρόσφατες εμπειρίες της Εθνικής Κύπρου και του Ελλαδικού πρωταθλήματος δεν μου επιτρέπουν να μηδενίσω την προσφορά του ξένου ποδοσφαιριστή. Αντίθετα μάλλον με οδηγούν στο να υιοθετήσω την άποψη ότι ο ξένος ποδοσφαιριστής αποτελεί σήμερα ένα από τους κυριότερους λόγους που το Κυπριακό ποδόσφαιρο έχει ανεβεί σήμερα ένα σκαλί πιο πάνω από το επίπεδο που βρισκόταν στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 2000.

Οι λόγοι που με οδηγούν στην υιοθέτηση αυτής της οπτικής είναι οι εξής:

Α. Η εμπειρία του Ελληνικού Ποδοσφαίρου. Το ελληνικό ποδόσφαιρο ζεί μια «κοσμογονία» φέτος κατά την ταπεινή μου άποψη. Οι οικονομικές δυσκολίες που ταλανίζουν την χώρα μοιραία επηρεάζουν και τους προϋπολογισμούς των Ελλαδικών ομάδων (με εξαίρεση βέβαια τον αδιαφιλονίκητο αυτοκράτορα, τον Ολυμπιακό Πειραιώς και τον ΠΑΟΚ ο οποίος χορεύει πλέον σε… Ποντιακούς ρυθμούς ελέω Ιβάν Σαββίδη). Οι μειωμένοι προϋπολογισμοί  οδηγούν τις ομάδες να κοιτάξουν την Ελλαδική αγορά. Το αποτέλεσμα αποκαρδιωτικό, τουλάχιστο για τρεις από τις μεγάλες Ελληνικές ομάδες. Οι  τρεις από τις πέντε παραδοσιακές δυνάμεις του Ελλαδικού ποδοσφαίρου έχουν καταβαραθρωθεί. Ομάδες όπως ο Άρης Θεσσαλονίκης, ο Παναθηναϊκός, βρίσκονται στην 8η και 11η θέση αντίστοιχα ενώ η ιστορική ΑΕΚ Αθηνών κοιτάζει τα τάρταρα «φιγουράροντας» στην τελευταία θέση της βαθμολογίας! Ο κοινός παρονομαστής ΑΕΚ και Άρη είναι η επιλογή των γηγενών ποδοσφαιριστών σε βάρος των ξένων, η οικονομική κρίση και ίσως η αποτυχία των ξαδέλφων μας στο Αιγαίο να στηρίξουν τις ακαδημίες τους (απόρροια και αυτή σε μεγάλο βαθμό της οικονομικής στενότητας αφού παλαιότερα από τις ομάδες των μικρών βγήκαν μεγάλα ονόματα του Ελλαδικού ποδοσφαίρου.)

Β. Εμπειρία της Εθνικής Κύπρου. Η πρόσφατες εμπειρίες των «Αγρινών» και οι ντροπιαστική ήττα από την Αλβανία αλλά και η ψεσινή ήττα μας από την Σλοβενία μάλλον δείχνουν ότι από ποιότητα είμαστε πίσω σαν Κύπρος. Η ποιοτική μας γύμνια γίνεται εμφανέστατη από το γεγονός ότι προσφάτως  έχουν κυπριοποιηθεί -ο δικός μας- Βινσεντ Λαμπάν, ο Ζοάο Πίντο και ο Ντόσα Τζούνιορ (αλλά και παλαιότερα με Σίνισα Γκόκιτς, Ραϊνερ Ράουφμαν και άλλους) για να καλύψουν τα κενά στις θέσεις του κέντρου και της άμυνας. Δεν αντιλέγει κανείς ότι υπάρχουν ποιοτικοί Κύπριοι στην Εθνική όπως ο Σιέλης και ο Αλωνεύτης  και σίγουρα δεν μπορεί να αμφιβάλλει κανείς ότι η Κύπρος και οι  Κυπριακές ομάδες έχουν «γεννήσει» λαμπρούς και ταλαντούχους ποδοσφαιριστές. Ποιοτικοί Κύπριοι υπάρχουν. Από κει και πέρα όμως τα σωματεία αδυνατούν να εκμεταλλευτούν σωστά αυτούς τους ποδοσφαιριστές, γεγονός που μοιραία οδηγά στο θέμα «Ακαδημίες».

Γ. Ακαδημίες. Στην συνέντευξη που έδωσε ο Τιμούρ Κετσπάγια στην ιστοσελίδα μας προ ολίγων ημερών, έθιξε το θέμα των ακαδημιών λέγοντας ξεκάθαρα ότι οι Κυπριακές ομάδες δεν λειτουργούν επαγγελματικά σε αυτό το τομέα. Αλλά ούτε και ο ίδιος ο Κύπριος ποδοσφαιριστής φαίνετε να ενδιαφέρεται όσο οι ξένοι συνάδελφοι του για την ποδοσφαιρική του κατάρτιση και επαγγελματική του ανέλιξη.

Κλείνοντας, θα κάνουμε μια ανασκόπηση των μεγαλυτέρων επιτυχιών των Κυπριακών ομάδων στην Ευρώπη αρχίζοντας φυσικά με την Ανόρθωση η οποία άλωσε πρώτη το ευρωπαϊκό βασίλειο για να ακολουθήσουν στο «πλιάτσικο» το Αποελ, η Αεκ και προσφάτως η Αελ. Αδιαμφισβήτητοι συντελεστές των μεγάλων αυτών επιτυχιών των ομάδων του νησιού μας δεν είναι άλλοι από τους ξένους ποδοσφαιριστές που με τις εμπειρίες που κουβαλούσαν, την δίψα για διάκριση και φυσικά τον υψηλό επαγγελματικό καταρτισμό ύψωσαν τόσο τις σημαίες των σωματείων τους όσο και τη σημαία της Κύπρου στη καρδιά της Ευρώπης. Από το «Καραϊσκάκη» μέχρι το «San Siro» και απο’κει στο «Bernabeu» και το «Velodrome» το όνομα του Νησιού μας ακούγετε χάρις των ποδοσφαιριστών που ήρθαν να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη.

Επομένως, μέχρι να σοβαρευτεί η Κ.Ο.Π και τα σωματεία για την ανάπτυξη και τη σωστή λειτουργία των ακαδημιών ο ξένος ποδοσφαιριστής θα έχει την προσωπική μου υποστήριξη εφόσον ιδρώνει για το ψωμί του

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ